- εκφράζομαι
- εκφράζομαι, εκφράστηκα, εκφρασμένος βλ. πίν. 36
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χυδαιολογώ — εκφράζομαι κατά τρόπο χυδαίο, λέω χυδαιολογίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
μιλώ — έω και άω 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ («το παιδί άργησε πολύ να μιλήσει») 2. συζητώ, συνδιαλέγομαι («μιλάνε συνέχεια και δεν μπορώ να διαβάσω από τη φασαρία») 3. απευθύνω τον λόγο σε κάποιον 4. εκφωνώ λόγο 5. γνωρίζω μια… … Dictionary of Greek
ακριβολογώ — ( έω) (AM ἀκριβολογοῡμαι) 1. μιλώ, εκφράζομαι με ακρίβεια, κυριολεκτώ 2. εξετάζω, ερευνώ με ακρίβεια και συνέπεια αρχ. σταθμίζω, ζυγίζω με ακρίβεια, με αυστηρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβολόγος. ΠΑΡ. μσν. ἀκριβολόγησις νεοελλ. ακριβολόγημα] … Dictionary of Greek
αναστενάζω — (AM ἀναστενάζω) στενάζω βαθιά, βγάζω στεναγμό, στενάζω αρχ. 1. γογγύζω, βαρυγγωμώ, εκφράζομαι με πικρά λόγια για κάποιον 2. θρηνώ για κάποιον … Dictionary of Greek
αοριστολογώ — ( έω) εκφράζομαι με αοριστολογίες, χωρίς σαφήνεια και ακρίβεια … Dictionary of Greek
αρτιστομώ — ἀρτιστομῶ ( έω) (Α) [αρτίστομος] εκφράζομαι ή μιλώ ορθά, με σαφήνεια … Dictionary of Greek
βραχυλογώ — (Α βραχυλογῶ, έω) [βραχύλογος, βραχυλόγος] εκφράζομαι με συντομία … Dictionary of Greek
γλωσσοκομπιάζω — 1. δυσκολεύομαι στην ομιλία 2. εκφράζομαι αόριστα για ένα θέμα … Dictionary of Greek